Να τα θυμάσαι

Είμαι στο σαλόνι,με αναμμένο το τζάκι,μόνη μου.Σκέφτομαι.Αν και όντας νυσταγμένη σκέφτομαι..Γιατί είναι φορές που τα συναισθήματα δρουν τόσο δραστικά που ο καφές μπροστά τους φαντάζει άχρηστος μπροστά τους. Αναρωτιόμουν τι ήταν αυτό που έδρασε μέσα σε λεπτά τόσο γρήγορα,τόσο περίεργα και για πρώτη φορά με τόση δύναμη. Αλήθεια,το΄χεις νιώσει ποτέ σου; Με έλεγες πάντοτε αδύναμη. Δες το.. Δεν είμαι. Έφυγα. Είμαι πλέον μακριά σου χωρίς να ξέρεις πού. Και χωρίς να μπορείς να ελέγξεις το οτιδήποτε.. 

Δεν ξέρω αν το’μαθες.. Αλλά θα το μάθεις.. Τότε να θυμηθείς τι είχες πει.. Ύστερα σκέψου τι κατάφερα να κάνω.. Έτσι..Για να ξέρεις ότι έχω δυνάμεις κα συνεχίζω την επιβίωσή μου.

Κι’όμως

Ξεκίνησα… Μου λείπει,αλήθεια μου λείπει.Σκέφτομαι τα χειρότερα,ζω τα χειρότερα.Μα πρέπει να αντέξω όπως είπε και αυτή.Εύχομαι να τελειώσει…Να έρθουν οι καλές μέρες.Να έρθουν τα καλοκαίρια που θυμάμαι ακόμη με τις 3ήμερες εξορμήσεις μας στην παραλία η οποίες πάντοτε έπαιρναν παράταση μερικών ακόμα ημερών γιατί «η μικρή σου» γκρίνιαζε. Ήξερε ότι μόλις φεύγατε θα τελείωνε η μαγεία. Να την λοιπόν.Τελείωσε…

Δεν ξέρεις όμως τίποτε διότι τελείωσε.. Φαντάζομαι θα το μάθεις… Ας το μάθεις…

Μακάρι να είχα κάποιον να τα’λεγα.Αχ, τι λέω.Είπαμε.Θα κλάψω και θα θυμώσω αλλά μόνη μου.Δε χρειάζομαι βοήθεια για να πέσω.Πέφτω και μόνη μου.Το μόνο που ελπίζω είναι η νέα ζωή,η οποία μετά από πολύ σκοτάδι θα΄ρθει η γαμημένη.Αυτό έλεγες και΄συ θυμάσαι;

αν είχα..

Αν ήσουν κοντά θα ούρλιαζα μες το κλάμμα,να έρθεις να με πάρεις.Να με λυτρώσεις.Μέχρι και το να πεθάνω θα ήταν καλύτερο,τουλάχιστον δε θα ένιωθα κάτι. Ας με προσγειώσω.Δεν είσαι εδώ. Είσαι αλλού και δίνεις. Είσαι μακριά. Είσαι σε άλλη φάση,μα ξεχνάς ότι εγώ είμαι εκεί. 

Υπάρχει άλλη λύση.Δύσκολη,επίπονη και πιθανά ψυχοφθόρα.Αλλά θα απαλλαγώ.. Και δε θα μιλάω.Θα κλάψω,θα ουρλιάξω,θα εκνευριστώ.Μα πάνω από όλα θα ηρεμήσω…

Καλή σου νύχτα.. 

Καλή μας αντάμωση,καλά να περνάς όπου και αν γυρνάς.

Πόσο ευχόμουν

Πόσο θα ευχόμουν να ξεχνούσα. Πόσο θα ευχόμουν να κοιμόμουν να μην βλέπω,να μην ξέρω,να μην παίρνω μέρος.Είναι οι στιγμή που ούρλιαζω.Ουρλιάζω γιατί δεν με καταλαβαίνει κανένας.Μένω άπραγη,να παρακολουθώ τις εξελίξεις να μην ξέρω τι κάνεις,πώς περνάς,πού γυρνάς και με ποια. Θέλω απλώς την ησυχία.Καθαρό αέρα να με φυσήξει.Μια θάλασσα να με γαληνέψει. Όσο μπορεί να με γαληνέψει. Λένε ότι ο καλύτερος φίλος της μοναξιάς είναι το τσιγάρο. Κι’όμως…

Ο φίλος της μοναξιάς είναι το κλάμμα..

χωρίς τίτλο

Αχ,κάτι τέτοιες στιγμές μου έρχεσαι εσύ στο μυαλό… Μη με ρωτάς γιατί. Είναι αυτές οι γαμημένες στιγμές που μου έρχονται στο νου μου άκυρα πράγματα. Να,που σήμερα ησουν εσύ.Θυμήθηκα που είχες διάβασμα και  περίμενες να έρθει εκείνος.Αλήθεια περίμενες..Όμως πάλι σε ξεγέλασε.Κατέληξε με’να μπουκάλι στο χέρι να κλαίει.. Ειλικρινά πρώτη φορά ένιωσε τόσο ηλίθια,τόσο αδύναμη και τόσο τσαντισμένη με’σένα.Νόμιζε η ηλίθια ότι έφταιξε εκείνη,εκεί την είχες καταντήσει…Άφησε το μπουκάλι,πήγε μέσα να ξαπλώσει γιατί εκείνες τις στιγμές ήθελε απλώς να κοιμηθεί,γιατί μόνο έτσι ζεις κανείς έστω για λίγο ήρεμη.. Αντί να κοιμηθεί έπεσε κάτω..Δεν ήταν εκείνη η Ερμόνη που ήξερα αρνίοταν να πιστέψει ότι ήταν αδύναμη να πράξει το οτιδήποτε.

Ξημέρωσε. Προφανώς η Σοφία για να έρθει να τη βρει θα΄χε βαρέσει πολλές φορές το τηλέφωνο αλλά αυτή παρέμενε εκεί. Ανέβηκε τις σκάλες σιγά,νομίζοντας ότι θα τη βρει να κοιμάται.. Την είδε δίπλα από την πόρτα και τα αίματα. Τρόμαξε μόλις την είδε πήγε κοντά της προσπαθούσε να την κάνει να συνέλθει τίποτα. Την πήγε στο νοσοκομείο.

Εκεί της είπαν ότι είχε αποβάλλει

 

κριτική αγνώστων

Με εκνευρίζουν 2 πράγματα αφάνταστα: α. Το να λες και να ξε-λες κάτι β.Οι άνθρωποι που μόλις περάσουν κάπου αρχίζουν να επικρίνουν.
Με το που περάσουν όλοι σε μια σχολή ξεκινάνε. Οι Πανελληνιες είναι άχρηστες,δε βοηθάνε σε τίποτα,είναι ψυχοφθόρες κλπ κλπ.
Γαμώ τη μόρφωση που σας έδωσαν. Μάθετε να ζείτε. Και’σεις αυτά περάσατε για να υπερηφανεύεστε για μια θέση στη Νομική ή δεν ξέρω και΄γω πού αλλού.Και μετά λέτε οι Πανελλήνιες είναι άχρηστες και οι 15χρονες πουτάνες.
Δεν είναι έτσι η ζωή και μιλάω από δική μου πείρα.Ελάτε να δείτε τι παιδιά υπάρχουν και τι μυαλά υπάρχουν και μετά αναρωτηθείτε αν αυτά τα κορίτσια αξίζουν να τα θαβετε.Οι γυναίκες είναι πουτάνες λέτε.
Και΄σεις ακόμη παραπάνω: κολλάτε σε βλακείες,κολλάτε στο αν η άλλη έχει κυτταρίτιδα ή όχι.
Και καταλήγετε να πληγώνετε αυτές που δε σας φταίνε.
Να μάθετε στη ζωή σας να παλεύετε με αντάξιούς σας και όχι να χαίρεστε επειδή κερδίσατε κάποιον αδύναμο..
Αυτό λέγεται απληστία και ανωριμότητα. Λέξεις που ξέρετε αλλά ποτέ δεν μπήκατε στον κόπο να δείτε αν σας εκφράζουν ως χαρακτήρες.
Δεν πειράζει. Θα το βρείτε μπροστά σας.Τότε θα πληγωθείτε όπως μάθατε να πληγώνετε άτομα που σας αγαπούν. Και΄γω πληγωμένη είμαι…

αλλαγή σχεδίων

Γυρνόντας σπίτι σκέφτηκε να περάσει από τη Σοφία.Ήθελε να μάθει τι είχε προηγηθεί αυτές τις λίγες μέρες που ήταν στις μαύρες τις.Για κακή της τύχη η Σοφία άσχετα με το λίγο που τη γνώριζε ένιωθε λες και την ήξερε από 4χρόνων παιδί.

-«Δε μου λες: έχεις σκοπό να ψεύδεσαι και μπροστά μου;» της είπε. Η Κλειώ ήταν φανερό πως είχε ταραχθεί όμως προσπαθούσε να κάνει την ψύχραιμη.

-«Εγώ; Μα, Σοφία τι λες; Πας καλά; Να σε ρωτήσω τη έπαιξε στη σχόλη 3 μέρες ήθελα να σε ρωτήσω.Τι μαλακίες μου αραδειάζεις πάλι;»είπε.Κι’όμως,η Σοφία ήξερε πολύ καλά αυτό τον τόνο της φωνής της για να την πιστέψει.

-«Κλειώ,άσε τα παιδιαρίσματα και πες ευθέως γιατί ήρθες» της το είπε με αρκετά αυστηρό ύφος,λες και τη μάλωνε.

-«Θες την αλήθεια;Αφού επιμένεις θα στην πω.Είμαι χάλια.Δεν έχω υπάρξει τόσο χάλια στη ζωή μου.Νόμιζα πως τα πράγματα είχαν αρχίσει επιτέλους να μπαίνουν σε μια σειρά και διαψεύτηκα.Με χώρισε. Το καταλαβαίνεις; Ότι μου έλεγε ήταν ψέμματα. Και τώρα λέει τα ίδια παραμύθια σε άλλη.Κοιμάται μαζί της,ξυπνάει δίπλα σε άλλη,αγκαλιάζει άλλη.» H Σοφία τα’χε χαμμένα. Δεν ήξερε τι να της πει. Δεν ήξερε τι να κάνει. Ήξερε μόνο ότι και ο ίδιος την αγαπούσε ακόμη.Το’ξερε.Το’βλεπε κάθε μέρα στα μάτια του,με τον τρόπο που την κοιτούσε κάθε μέρα με την αγωνία αν η Κλειώ θα ερχόταν ή όχι.Και τότε το αποφάσισε. Την παρηγόρησε,της έδωσε να πιει ένα ζεστό να χαλαρώσει.Την πήγε σπίτι της,της έδωσε να πιει ένα ηρεμηστικό και την έβαλε να κοιμηθεί.Κι’όμως.Όσο και αν αντιπαθούσε αυτό τον άνθρωπο ήξερε πως μόνο με αυτόν η Κλειώ θα ξανα χαμογελούσε.Κατέβηκε τις σκάλες,πήρε τη τσάντα της και έφυγε.Ήταν αποφασισμένη. Θα πήγαινε σπίτι του να τον βρίσει για όλα αυτά που υπέφερε η φίλη της,να μάθει σε τι χάλια την κατέντησε.Και μετά;Δεν την ενδιέφερε το μετά. Ας έκανε ότι νόμιζε καλύτερο. Σκοπός της δεν ήταν να τον μεταπείσει εξ’άλλου δεν ήταν τετοια ούτε εκείνη ούτε η Κλειώ.Ήθελε να τον κάνει να νιωθει τύψεις. Γιατί αν επέλεγε να την αγνοήσει ας τον εκδικούνταν εκείνη. Θα’νιωθε τύψεις. Αυτό θα’ταν η τιμωρία του. Η χειρότερη τιμωρία που μπορεί να υποστεί άθρωπος στη Γη είναι αυτή. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα και όταν αποφασίσει να κάνει είναι ήδη αργά…
 (συνεχίζεται)

Αγκαλιά με τα ερωτήματα

Ώρα 3.30 το βράδυ.Ξύπνησε.Κάτι την έπνιγε.Δεν ήξερε τι.Το μόνο που είχε καταλάβει ήταν πως δεν άντεχε άλλο. Σηκώθηκε,αλλά πάλι. Αυτή η δυσφορία συνέχιζε να υπάρχει.Πήρε μια ζακέτα που βρήκε μπροστά της και την φόρεσε.Βγήκε στη βεράντα να αναπνεύσει λίγο αέρα,να καπνίσει ενα τσιγάρο,να ηρεμήσει.Ξαφνικά της ήρθε.Κι’όμως ήταν αυτό.Αυτό το γαμημένο ερώτημα.Τι θα κάνει εδώ;Είναι ευτυχισμένη εδώ;Θα βρει φίλες ή φίλους που να την καταλαβαίνουν.Χωρίς να καταλάβει πώς αυτόματα της βγήκε η λέξη «όχι».Άφησε ξαφνικά το τσιγάρο της,τα πρώτα δάκρυα ειχαν κάνει ήδη την εμφάνιση τους.’Ηθελε κάποιον δίπλα της.Να το πάλι! Δεν είχε κανέναν.Ήταν μόνη της μέσα σε ένα διαμέρισμα. Αυτή,οι σκέψεις της,και τα «Θέλω» της που πλέον είχαν γίνει τα μεγαλύτερα της αποθημένα.Σηκώθηκε.Πήγε μέσα.Άρχισε να πετάει τα πάντα στο πάτωμα λες και ήθελε να ξεθάψει κάτι που ήταν βαθιά.Αυτή έκανε το αντίθετο,ή μάλλον προσπαθούσε να κρύψει την αλήθεια με την οποία μόλις είχε έρθει αντιμέτωπη.Ξεκίνησε μια νέα ζωή,όχι όμως εκείνη που επιθυμούσε και που μοχθούσε να αποκτήσει. Ήταν μια ζωή προσαρμοσμένη στα «θέλω» των άλλων….

Συνειδητοποίηση

Και ξαφνικά έρχεται η ριμάδα η ζωή να σε καταβάσει απο το ροζ συννεφάκι στο οποίο μετακόμισες λέγοντάς σου πως «ξέρεις χρείαζομαι λίγο χρόνο να σκεφτώ. Δε θέλω να χωρίσουμε απλώς θέλω για λίγες μέρες να μείνω μόνος μου». Τότε χάνεις κυριολεκτικά τη γη κάτω από τα πόδια σου.Δεν ξέρεις τι να κάνεις. Τον αγαπάς τόσο πολύ,ενώ ταυτόχρονα με αυτό που σου ζήτησε του αξίζει να τον πετάξεις έξω απ’το σπίτι.Τελικά σε κάποιες κοπέλες υπερισχύει το άγριο ένστικτο και τον πετάς απ’το σπίτι με τις κλωτσιές.Μετά;Κλασσική συνέχεια ρομαντικής ταινίας.Πετάς ότι μα ότι όμως βρεις μπροστά σου κάτω (συμπεριλαμβανομένου και το κινητό) και αρχίζεις να ουρλιάζεις και να κλαις.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μετά από μερικές μέρες αποφασίζεις ότι έχεις και μια ριμαδοσχολή που πρέπει κάποια στιγμή να εμφανιστείς.Και τότε έρχεται το οριστικό χτύπημα: τον βλέπεις μπροστά σου με μια τρομερή άνεση που καθιστά ικανή μέχρι και να χειροδικήσεις επάνω του,ακριβώς απέναντι τη μεγαλύτερη τσούλα που υπάρχει στην παρέα σας να του χαμογελά.Και μετά να σου λένε πως πρέπει να φερθείς πολιτισμένα. Αμέεεεεεεεεεε μια χαρά πολιτισμένα φέρθηκες. Πήρες την τσαντούλα σου και σηκώθηκες να φύγεις με τον προορισμό να παραμένει άγωστος.

Τέλος,συνειδοτοποιείς πόσο βλαμμένη ήσουν που τον ερωτεύτηκες,που τον φίλησες,που κοιμήθηκες μαζί του που,που,που.

Μήπως τελικά να ερωτευόμαστε πάντοτε τα λάθος άτομα;Μήπως αυτοί που φαντάζουν θεοί να’ναι τα μεγαλύτερα ρεμάλια σε όλοκληρη την υφήλιο.

Μήπως να βάζουμε το μυαλουδάκι μας να δουλεύει πρωτού ερωτευτούμε;